- φίκα
- Α(κατά τον Ησύχ.) «σφίγγα».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖκα συνδέεται με τη λ. Σφίγξ, -ιγγός (πρβλ. Φῖξ, -ικός και Φίκιον ὄρος, βλ. και λ. Σφίγγα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PICATI — apud Festum leguntur dicti, quorum pedes formati sunt in speciem sphingum, quod eas Dorii phicas vocant. Sic pro sphinge Hesiodus in Theogon. v. 326. φικὰ dixit, et Lycophron φίκειον τέρας, phiceum monstrum. In quos locos Scholiastae, φίκεον… … Hofmann J. Lexicon universale
νυφικός — και νυμφικός, ή, ό (ΑΜ νυμφικός, ή, όν, Μ και νυφικός, ή, όν) [νύφη] ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυφικό λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα τής νύφης κατά την τελετή τού γάμου… … Dictionary of Greek